Τα μωρά μαθαίνουν από πραγματικές συζητήσεις

Τα μωρά μαθαίνουν από πραγματικές συζητήσεις

Γιατί ένα παιδί δεν μπορεί να μάθει από έναν ομιλητή που δεν απευθύνεται σε αυτό

Η συζήτηση με έναν ενήλικα είναι κομβική για να αναπτύξει ένα μωρό λεκτικές και μαθησιακές ικανότητες. Ωστόσο, ένα παιδί δεν μαθαίνει απλά επειδή έχει απέναντί του ένα πρόσωπο που του μιλάει, αλλά χρειάζεται να υπάρχει διάλογος και διαδραστικότητα στην επικοινωνία.

Ερευνητές που διεξήγαγαν πειράματα με μωρά 9 μηνών μπροστά στην τηλεόραση με εκφωνητές που έμοιαζαν σαν να μιλούν απευθείας σε εκείνο, έφτασαν στο συμπέρασμα ότι ενώ τα μωρά μαθαίνουν από ομιλητές που τους μιλούν σε πραγματικό χρόνο, δεν συμβαίνει το ίδιο με ένα μαγνητοσκοπημένο διάλογο από απόσταση, μιας και δεν υπάρχει καμία σύνδεση ανάμεσα σε εκείνα και τον «συνομιλητή».

Άλλες έρευνες έφτασαν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά κάτω των 30 μηνών δεν μαθαίνουν από κατασκευασμένες συζητήσεις και αυτό γιατί μπορούν να αντιληφθούν πότε κάποιος προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί τους ή να τους διδάξει κάτι κι έτσι να δείξουν την ανάλογη προσοχή και να μάθουν από αυτό. Ενδιαφέρονται, επίσης, για το πόσο αξιόπιστος είναι εκείνος που έχουν απέναντί τους. Μπορούν, δηλαδή, να καταλάβουν αν πρόκειται για μια ψεύτικη συζήτηση και φυσικά μια τέτοια συζήτηση δεν τους προκαλεί το ίδιο ενδιαφέρον με μια πραγματική.  

Πραγματική συζήτηση ακόμα και μέσα από οθόνη

Ωστόσο, μια άλλη έρευνα που διεξήγαγε η αμερικανίδα επιστήμονας που ασχολείται με θέματα λεκτικής και μαθησιακής ανάπτυξης, SarahRosenberry, και οι συνεργάτες της έφτασε στο συμπέρασμα ότι δεν έχει σημασία αν κάποιος ενήλικας μιλάει σε ένα παιδί μέσα από μια οθόνη, αλλά το αν η συνομιλία γίνεται σε πραγματικό χρόνο και είναι διαδραστική.

Κατά τη διάρκεια της έρευνας οι ερευνητές τοποθέτησαν νήπια 2 ετών μπροστά σε υπολογιστές και μέσω του Skype τους παρουσίασαν άγνωστους ενήλικες οι οποίοι τους μιλούσαν. Σε κάποιες περιπτώσεις η συνομιλία διεξαγόταν σε πραγματικό χρόνο (οι ενήλικες βρίσκονταν σε διπλανό δωμάτιο), ενώ σε άλλες περιπτώσεις ήταν μαγνητοσκοπημένη από προηγούμενη συνομιλία που είχε γίνει με άλλο παιδί. Και στις δύο περιπτώσεις οι ενήλικοι ομιλητές έκαναν διάφορες ερωτήσεις τύπου «σου αρέσει να παίζεις με τουβλάκια;», «πού είναι η μύτη σου;» και έδιναν χρόνο στα παιδιά να απαντήσουν.

Στις περιπτώσεις που η ομιλία ήταν μαγνητοσκοπημένη, τα παιδιά συνειδητοποιούσαν ότι δεν είχαν καμία επίδραση σε αυτόν που τους μιλούσε και ότι αυτή δεν ήταν μια πραγματική ομιλία. Αυτό είχε σημαντική επιρροή στο αν θα μάθαιναν τελικά κάτι ή όχι.

Στο πείραμα οι ενήλικες, που μιλούσαν μέσω της οθόνης, εισήγαγαν μια νέα λέξη την οποία επαναλάμβαναν αρκετές φορές και φαινόταν ότι τα παιδιά εστίαζαν την προσοχή τους σε αυτή. Ωστόσο μπορούσαν να αναπαράγουν αυτή τη λέξη αργότερα, δηλαδή να την μάθουν, μόνο αν την είχαν ακούσει από τη συνομιλία που γινόταν σε πραγματικό χρόνο και όχι από τη μαγνητοσκοπημένη ομιλία.

Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι τα παιδιά είχαν πολλές ευκαιρίες να καταλάβουν ότι η ομιλία ήταν παράξενη, ψεύτικη, χωρίς κάποια βάση μιας και δεν φαινόταν να υπάρχει αλληλεπίδραση και άρα ήταν αναξιόπιστη. Επομένως δεν είναι η παρεμβολή της οθόνης που ευθυνόταν, αλλά το αν ο άνθρωπος που τους μιλούσε – ακόμα και αν αυτό γινόταν μέσα από την οθόνη – συμμετείχε σε μια συνομιλία διαδραστική, όπου υπήρχε επικοινωνία και από τις δύο πλευρές.

Από τα παραπάνω προκύπτει πως τα μωρά και τα νήπια μπορούν να αντιληφθούν αν μια συζήτηση είναι πλαστή, καθώς προσέχουν αν ο συνομιλητής τους ανταποκρίνεται σε αυτά, στον σωστό χρόνο και αν συνδέεται πραγματικά μαζί τους. Αυτή ακριβώς η σύνδεση είναι που τα βοηθάει να μάθουν κάτι αποτελεσματικά.